- προξυρίζω
- προξῠρ-ίζω,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προξυρίζω — ΜΑ ξυρίζω προηγουμένως, προετοιμάζοντας τον ασθενή για χειρουργική επέμβαση … Dictionary of Greek
προξυρισθέν — προξυρίζω aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προξυρώ — έω, ΜΑ προξυρίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ξυρῶ «ξυρίζω»] … Dictionary of Greek